προκύπτοντα

προκύπτοντα
προκύπτω
point forwards and downwards
pres part act neut nom/voc/acc pl
προκύπτω
point forwards and downwards
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδογένεση — η η αναπαραγωγή κυττάρων κατά την οποία τα προκύπτοντα θυγατρικά κύτταρα παραμένουν μέσα στο μητρικό κύτταρο …   Dictionary of Greek

  • συνεργασία — η, ΝΑ [συνεργάζομαι] νεοελλ. 1. κοινή εργασία, συμμετοχή δύο ή περισσότερων ατόμων σε μια ενέργεια ή σε ένα έργο 2. η προσφερόμενη από συνεργάτη εργασία («η συνεργασία του στο περιοδικό συνεχίστηκε και ήταν σημαντική») 3. (κοινων.) μορφή… …   Dictionary of Greek

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”